σακουλεύομαι

σακουλεύομαι
σακουλεύτηκα, καταλαβαίνω τον κίνδυνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σακουλεύομαι — Ν [σακουλές] (ιδιωμ.) αντιλαμβάνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”